- ἀμετάφραστον
- ἀμετάφραστοςuntranslatablemasc/fem acc sgἀμετάφραστοςuntranslatableneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πύππαξ — ή πυππάξ Α 1. επιφώνημα θαυμασμού («πυππάξ, ὦ Ἡράκλεις, ἔφη, καλοῡ λόγου», Πλάτ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῡ ὡς πένθους ἀμετάφραστον» … Dictionary of Greek